- αποσώστρα
- η [αποσώνω]1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα προικιά της νύφης όταν ο γαμπρός είναι βιαστικός4. τίτλος διηγήματος του Παπαδιαμάντη.
Dictionary of Greek. 2013.